- μουντζαλιά
- ητο να λερωθεί κάτι με μελάνι, η μελανιά: Γέμισε το χαλί μουντζαλιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουντζαλιά — και μουτζαλιά, η κηλίδα με μελάνι, μελανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μου(ν)τζαλιά έχει προέλθει πιθ. από συμφυρμό τών λ. μού(ν)τζα + μελανιά, από όπου μουντζανιά και, με ανομοιωτική τροπή τού δεύτερου ν σε λ , μουντζαλιά] … Dictionary of Greek
μουντζαλώνω — [μουντζαλιά] λερώνω κάτι με μουντζαλιές, με μαύρες κηλίδες … Dictionary of Greek
μουντζαλιάζω — και μουτζαλιάζω [μουντζαλιά] λερώνω με μελάνι, με μελανές κηλίδες μουντζαλώνω … Dictionary of Greek
μουτζαλιά — η βλ. μουντζαλιά … Dictionary of Greek
μουντζούρα — η 1. μαύρος λεκές από μελάνι ή άλλη ουσία, η μουντζαλιά: Θύμωσε και γέμισε το βιβλίο μου μουντζούρες. 2. μτφ., ατιμία, αισχρή πράξη: Το παρελθόν του είναι γεμάτο μουντζούρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)